Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σὰ πεδία

См. также в других словарях:

  • πεδία — ἡ, Α η πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού πεδίον] …   Dictionary of Greek

  • Πεδία — Πεδίον plain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδία — πεδίον plain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδια — πέδιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβυσσικά πεδία — Οι ζώνες των ωκεανών που έχουν πολύ μεγάλο βάθος. Οι ζώνες αυτές παρουσιάζουν πολλές ιδιομορφίες από οικολογική άποψη, γιατί χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή πίεση ενώ ταυτόχρονα στερούνται το φως, άρα δεν έχουν φυτά. Αυτό σημαίνει ότι εκεί δεν… …   Dictionary of Greek

  • Καταλαυνικά Πεδία — Πεδιάδα της γαλλικής Καμπανίας, μεταξύ Σαλόν σιρ Μαρν και Τρουά, όπου ο Αέτιος και ο Θεοδώριχος νίκησαν τον Αττίλα, το 451 μ.Χ. Βλ. λ. Αττίλας …   Dictionary of Greek

  • Ηλύσια — (πεδία), τα 1. χώρα με αιώνια άνοιξη όπου, σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, πήγαιναν οι ψυχές των δίκαιων ανθρώπων. 2. παράδεισος, ωραίος και απολαυστικός χώρος: Η ψυχή αυτού του ήρωα αναπαύεται στα Ηλύσια πεδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεδί' — Πεδία , Πεδίον plain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»